- κἀγορᾶς
- Ἀγορᾶς , Ἀγορήfem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶς , ἀγοράassemblyfem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶ̱ς , ἀγοράζωfrequent thefut ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek